- ἀπάορος
- ἀπᾱορος met.,1 distant, out of reach c. gen. κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι (sc. the defeated athletes) P. 8.86
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀπάορος — ἀπήορος hanging on high masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απήορος — ἀπήορος κ. ἀπάορος κ. ἀπηόριος κ. ἀπήωρος, ον (Α) [αείρω] 1. αυτός που κρέμεται σε ύψος, που είναι ψηλά 2. (με γενική) αυτός που είναι μακριά από κάτι … Dictionary of Greek